- παιδοποιήσιμος
- παιδοποι-ήσιμος, ον,A fit for begetting children, gloss on ἀρώσιμοι, Sch.S.Ant.569.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοποιήσιμος — παιδοποιήσιμος, ον (Α) [παιδοποίησις] ικανός για παιδοποιία, για τεκνοποίηση … Dictionary of Greek
παιδοποιήσιμοι — παιδοποιήσιμος fit for begetting children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)